τρίνευρος

τρίνευρος
-η, -ο, Ν
(για φύλλα φυτού) αυτός που έχει τρία νεύρα, τρεις νευρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + νευρος (< νεύρο), πρβλ. πολύ-νευρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”